Ενημέρωση σχετικά με την έναρξη εφαρμογής ενωσιακής νομοθεσίας για τον καθορισμό ανωτάτων ορίων trans λιπαρών οξέων στα τρόφιμα από την 1η Απριλίου 2021
Ο Ε.Φ.Ε.Τ. εφιστά την προσοχή στις επιχειρήσεις τροφίμων ότι από την 1η Απριλίου 2021 άρχισε η εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας (Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 2019/649 της Επιτροπής), η οποία προβλέπει ότι «η περιεκτικότητα σε trans-λιπαρά (εκτός των trans-λιπαρών που αποτελούν φυσικά συστατικά του λίπους ζωικής προέλευσης) σε τρόφιμα που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή και σε τρόφιμα που προορίζονται για προμήθεια εμπόρων λιανικής, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 2 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια λίπους». Τα λιπαρά αυτά (κοινώς γνωστά ως «βιομηχανικώς παραγόμενα trans λιπαρά») προέρχονται κυρίως από τη μερική υδρογόνωση ελαίων που γίνεται για τεχνολογικούς σκοπούς, όπως για μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, αλλά και για μείωση κόστους.
Σημειώνεται ότι το μεγάλο μεταβατικό χρονικό διάστημα (σχεδόν δύο έτη) που είχε δοθεί από τη δημοσίευση του ανωτέρω Κανονισμού της Ε.Ε. στις 24 Απριλίου 2019, κρίθηκε επαρκές για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων τροφίμων με τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου Κανονισμού, και έληξε στις 31 Μαρτίου 2021. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι όλες οι επιχειρήσεις τροφίμων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες είτε παράγουν και προμηθεύουν λιπαρές ύλες ως πρώτη ύλη, είτε παράγουν τρόφιμα χρησιμοποιώντας λιπαρή ύλη ως συστατικό, οφείλουν να συμμορφώνονται με τα όσα ορίζονται και προβλέπονται στα δύο άρθρα του Κανονισμού αυτού, αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου 2021.
Οι επιζήμιες επιδράσεις των βιομηχανικώς παραγόμενων trans λιπαρών οξέων στο καρδιαγγειακό σύστημα είναι αδιαμφισβήτητες. Τα trans λιπαρά αυξάνουν τα επίπεδα της «κακής» χοληστερόλης (LDL cholesterol) στον ορό του αίματος, ενώ μειώνουν τα επίπεδα της «καλής» χοληστερόλης (HDL cholesterol). Μάλιστα, ο κίνδυνος καρδιαγγειακών νοσημάτων ανά γραμμάριο πρόσληψης trans λιπαρών οξέων, είναι τέσσερις με πέντε φορές υψηλότερος συγκριτικά με την ίδια ποσότητα κορεσμένων λιπαρών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), η κατανάλωση βιομηχανικώς παραγόμενων trans λιπαρών εκτιμάται ότι ευθύνεται για περίπου 500.000 θανάτους ετησίως σε ολόκληρο τον κόσμο λόγω στεφανιαίας νόσου. Παράλληλα, η υψηλή διαιτητική πρόσληψη trans λιπαρών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης και άλλων προβλημάτων υγείας όπως κάποιων μορφών καρκίνου. Γενικά, η υψηλή κατανάλωση trans λιπαρών έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο θνητότητας από όλες τις αιτίες κατά 20-30%.
Ο Ε.Φ.Ε.Τ. στο παρελθόν και πριν την έκδοση της συγκεκριμένης ενωσιακής νομοθεσίας, είχε υλοποιήσει διερευνητικό πρόγραμμα για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας βιομηχανικώς παραγόμενων trans λιπαρών σε διάφορες κατηγορίες τροφίμων. Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών αναλύσεων έδειξαν ότι παρότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην Ελλάδα για τη μείωση ή ακόμα και την εξάλειψη των λιπαρών αυτών στην ελληνική καταναλωτική αγορά, υπήρχαν ορισμένα προϊόντα (κυρίως μη προσυσκευασμένα), όπως, για παράδειγμα, πίτες με ζύμη σφολιάτας ή κουρού, που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο στα βιομηχανικώς παραγόμενα trans λιπαρά. Αυτό οφειλόταν κυρίως στη χρήση λιπαρών υλών που είχαν υποστεί μερική υδρογόνωση.
Ο Ε.Φ.Ε.Τ. καλεί τις επιχειρήσεις τροφίμων να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 2019/649, να ελέγχουν τις λιπαρές ύλες που χρησιμοποιούν για την παρασκευή των προϊόντων τους, ώστε να μην υπερβαίνουν το ανώτατο νομοθετικό όριο. Από πλευράς του Ε.Φ.Ε.Τ., οι έλεγχοι στην αγορά θα εντατικοποιηθούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της υγείας των καταναλωτών στην Ελλάδα.
Γενικότερα, ο Ε.Φ.Ε.Τ. και σε συνέχεια οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) συστήνει στις επιχειρήσεις τροφίμων να προβαίνουν σε υγιεινότερες επιλογές λιπαρών υλών, όπως είναι, για παράδειγμα, το ελαιόλαδο, όπου αυτό είναι εφικτό.